Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

δεν είδαμε

  • 1 άσπρος

    η, ο
    1) белый;

    άσπρο ψωμί (μάρμαρο) — белый хлеб (мрамор);

    2) светлый, ясный, яркий;

    άσπρος ουρανός — ясное нёбо;

    άσπρη μέρα — яркий день;

    3) белокожий (о человеке); с белой шерстью (о животных);
    4) поблёкший, выцветший (о буквах);

    § βγαίνω με άσπρο πρόσωπο — не опозориться;

    δεν είδαμε άσπρη μέρα — не было у нас ни одного неомрачённого дня;

    ντύνομαι στ' άσπρα — надевать белую одежду, нарядиться в белое;

    παρουσιάζω το άσπρο μαύρο και το μαύρο άσπρο — называть белое чёрным и чёрное белым

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > άσπρος

  • 2 βλέπω

    (αόρ. είδα и είδον, υποτ. ίδω и (*)δώ, προστ. ιδε, (1)δές и διές) μετ., αμετ.
    1) видеть (в разн. знач);

    βλέπ καλά — я вижу хорошо;

    βλέπω από μακριά — видеть издалека;

    βλέπω όνειρο — видеть сон;

    βλέπω στον ύπνο μου κάποιον — видеть во сне коголибо;

    είδα στον ύπνο μου, ότι... я видел во сне, что...;

    βλέπω με τα ίδια μου τα μάτια — видеть своими собственными глазами;

    σκοτείνιασε και δεν βλέπω να γράψω — стило темно писать;

    δεν βλέπει μακριά прям., перен. — он близорукий человек;

    βλέπει μακριά — он далеко видит (тж. перен.); — он дальнозоркий человек;

    δεν βλέπει καθόλου — он совсем перестал видеть, он совсем ослеп;

    δεν βλέπω μακρύτερα απ' τη μύτη μου — не видеть дольше своего носа;

    κι' ενας στραβός το βλέπει — этр и слепому видно, это очевидно, ясно;

    2) смотреть, глядеть;

    βλέπω εδώ κι' εκεί — смотреть по сторонам;

    βλέπω με καλό μάτι — смотреть благосклонно;

    βλέπω την παράσταση (την ταινία) — смотреть спектакль (фильм);

    βλέπω τηλεόραση — смотреть телевизор;

    όλα τα βλέπει μαύρα (ρόδινα) — он всё видит в чёрном (розовом) свете;

    τον είδα χθες я видел его вчера, я виделся с ним вчера;

    χαίρομαι ( — или χαίρω) πού σας βλέπω — я рад вас видеть;

    βλέπω τώρα πόσο σε αδίκησα — теперь я вижу, как обидел тебя;

    βλέπω τό μέλλον — видеть, представлять себе будущее;

    ήδη βλέπει γρήγορη τη νίκη — ему уже видится близкая победа;

    καθώς βλέπω — как я вижу;

    πώς το βλέπετε; — как вы на это смотрите?;

    δεν βλέπ την ανάγκη — не вижу в этом необходимости;

    δεν είδα άδσπρη μέρα στη ζωή μου ни одного хорошего дня не видел я в жизни;
    3) смотреть, осматривать (о враче); θα πάω να με ιδεί κι' ένας νευρολόγος пойду покажусь невропатологу;

    ποιός γιατρός τον βλέπει; — какой врач его лечит?;

    4) смотреть, при- сматривать (за кем-л.);

    βλέπω τό παιδί — смотреть за ребёнком;

    5) следить (за кем-чем-л.), беречь, заботиться (о ком-чёмлибо);

    βλέπε την υγεία σου — следи за своим здоровьем;

    βλέπе μην πέσεις! — смотри не упади!;

    6) смотреть на..., в...; выходить, быть обращённым к..., на... (об окнах и т. п.);
    7) добиваться, достигать, обретать;

    βλέπω όφελος — иметь пользу (от чего-л.);

    βλέπω προκοπή — достигать благополучия;

    § όπως βλέπετε — как видите;

    κάνω πώς δεν βλέπ — смотреть сквозь пальцы;

    να (1)δώ или θα (1)δω я посмотрю, я подумаю;

    πάρε τώρα αυτό και γιά τ' αλλα βλέπουμε — сначала возьми это, а там посмотрим;

    βλέποντας και κάνοντας дальше видно будет; поживём — увидим;

    καθώς σε βλέπω και με βλέπεις — это несомненно;

    δεν βλέπω την ώρα να... — жду не дождусь;

    είδα κι' απόειδα... все жданки переждал;
    κάπου σ' είδα, κάπου μ' είδες; ты что, своих не узнаёшь?; ακόμη δεν τον είδαμε, Γιάννη τον εβγάλαμε посл, делить шкуру неубитого медведя; οποίος δεν είδε κάστρο, είδε φούρνο και θαμάχτηκε погов, кто мало видел — удивляется всякой малости

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > βλέπω

См. также в других словарях:

  • Η γενική σχετικότητα — Είδαμε ότι σ’ ένα μη αδρανειακό σύστημα, όταν δεν ενεργούν εξωτερικές δυνάμεις, ένα σώμα δεν κινείται με ομοιόμορφη κίνηση, αλλά κινείται σαν να υπόκεινταν σε μια δύναμη (δύναμη αδράνειας) που είναι ανάλογη με τη μάζα του (μάζα αδράνειας). Κατά… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Τέχνη (Βυζάντιο) — Η ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΤΕΧΝΗ Για τους περισσότερους ανθρώπους το Βυζάντιο αντιπροσωπεύει ένα κράτος που επέζησε για σχεδόν 1.200 χρόνια και συνέβαλε σημαντικά στη διάδοση του χριστιανισμού και στη διαφύλαξη του αρχαίου ελληνικού και ρωμαϊκού πνεύματος. Για… …   Dictionary of Greek

  • τράπεζα — Ονομασία ιδρυμάτων που εκτελούν πολλές και διάφορες λειτουργίες: από το εμπόριο και την ανταλλαγή νομισμάτων και την κατάθεση χρημάτων έως την παροχή πιστώσεων και άλλων χρηματοδοτήσεων. Ιστορία. Πολλές τραπεζικές πράξεις έχουν την καταγωγή τους… …   Dictionary of Greek

  • υδροστατική — (ή στατική των υγρών). Είναι η μελέτη των μηχανικών ιδιοτήτων των υγρών σε ήρεμη κατάσταση. Η γνώση των νόμων της υδροστατικής ανάγεται στην αρχαιότητα· ο Αρχιμήδης (287 212 π.Χ.) μελέτησε κατά τρόπο συστηματικό την υδροστατική. Ο Πασκάλ και ο… …   Dictionary of Greek

  • Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… …   Dictionary of Greek

  • γλώσσα — I Όργανο με το οποίο ο άνθρωπος αναλύει και αντικειμενοποιεί την εμπειρία του με τη βοήθεια φωνητικών συμβόλων (λέξεων) που έχουν διαφορετική μορφή και διαφορετικές αμοιβαίες σχέσεις σε κάθε ιστορική κοινότητα. Πιο συγκεκριμένα, λέγοντας γ.… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Γλώσσα — ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ Η ελληνική γλώσσα είναι μια από τις αρχαιότερες γλώσσες στον κόσμο και οπωσδήποτε η παλαιότερη ζωντανή γλώσσα στην Ευρώπη. Σε αντίθεση με άλλες αρχαίες γλώσσες που χάθηκαν μαζί με τους λαούς που τις μιλούσαν, όπως η… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Επιστήμες — ΑΡΧΑΙΑ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ Η επιστήμη και η τεχνολογία καθορίζουν σήμερα, περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη στιγμή στην ιστορία, την καθημερινή ζωή. Η ίδια όμως η έννοια της επιστήμης, όπως τη χρησιμοποιούμε στις μέρες μας, οφείλει την ύπαρξή… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα και Ευρωπαϊκή Ένωση — ΟΙ ΣΧΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΜΕ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ/ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ Η αφετηρία Η δημιουργία της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας το Μάρτιο του 1957, ύστερα από την υπογραφή της σχετικής συνθήκης στη Ρώμη από τη Γαλλία, την Ομοσπονδιακή… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»